- ὀρνιθεῖα
- ὀρνιθεῖονofneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀρνιθεία — ὀρνιθείᾱ , ὀρνίθειος of fem nom/voc/acc dual ὀρνιθείᾱ , ὀρνίθειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὀρνιθείᾱ , ὀρνιθεία observation of the flight fem nom/voc/acc dual ὀρνιθείᾱ , ὀρνιθεία observation of the flight fem nom/voc sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρνιθείᾳ — ὀρνιθείᾱͅ , ὀρνίθειος of fem dat sg (attic doric aeolic) ὀρνιθείᾱͅ , ὀρνιθεία observation of the flight fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορνιθεία — ὀρνιθεία, ἡ (Α) [ορνιθεύομαι] 1. παρατήρηση τού πετάγματος ή τής κραυγής τών πτηνών με σκοπό τη συναγωγή προβλέψεων για το μέλλον, ορνεοσκοπία 2. η τέχνη τού κυνηγιού πτηνών … Dictionary of Greek
ὀρνίθεια — ὀρνίθειος of neut nom/voc/acc pl ὀρνίθειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρνιθείας — ὀρνιθείᾱς , ὀρνίθειος of fem acc pl ὀρνιθείᾱς , ὀρνίθειος of fem gen sg (attic doric aeolic) ὀρνιθείᾱς , ὀρνιθεία observation of the flight fem acc pl ὀρνιθείᾱς , ὀρνιθεία observation of the flight fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρνιθείαν — ὀρνιθείᾱν , ὀρνίθειος of fem acc sg (attic doric aeolic) ὀρνιθείᾱν , ὀρνιθεία observation of the flight fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορνίθειος — α, ο (Α ὀρνίθειος, εία, ον, θηλ. και ος) [όρνις, ιθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρνιθα ή αυτός που προέρχεται από όρνιθα αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀρνίθεια το κρέας πτηνού … Dictionary of Greek